αμβλύτητα

αμβλύτητα
η
έλλειψη οξύτητας (κυριολ. και μτφ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμβλύτητα — η (Α ἀμβλύτης) [ἀμβλύς] 1. έλλειψη οξύτητας, αιχμηρότητας 2. εξασθένιση, ατονία, νωθρότητα, νωχέλεια …   Dictionary of Greek

  • ἀμβλύτητα — ἀμβλύτης bluntness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαύρωση — η (Α ἀμαύρωσις) δυσφήμηση, κηλίδωση, σπίλωση της τιμής ή τής υπόληψης κάποιου αρχ. 1. επισκότιση 2. αμβλύτητα τού νου, βαθμιαία εξασθένιση τών διανοητικών λειτουργιών (όπως εμφανίζεται στη γεροντική ηλικία) το ξεμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ βλ.… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυοπαθής — ἀμβλυοπαθής, ές (Μ) αυτός που έπαθε αμβλύτητα, νωθρότητα, ατονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + παθὴς < ἔπαθον, πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • αμβλυπαθής — ές [αμβλύς] 1. αυτός που έπαθε αμβλύτητα, δηλαδή εξασθένηση, νωθρότητα, ατονία 2. αυτός που αμβλύνθηκε …   Dictionary of Greek

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • αναλγησία — η (Α ἀναλγησία) [ἀνάλγητος] έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο νεοελλ. 1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια αρχ. αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα …   Dictionary of Greek

  • μωρότητα — η [μωρός] η ιδιότητα και η κατάσταση τού μωρού, αμβλύτητα τών αισθήσεων και τού νου, μωρία …   Dictionary of Greek

  • μώρωσις — μώρωσις, ἡ (Α) [μωρούμαι] 1. αμβλύτητα τών αισθήσεων και τής διάνοιας, άνοια, χαύνωση, ξεμώραμα, παραφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • νέκρωση — Ο θάνατος ενός τμήματος του οργανισμού που μπορεί να αφορά ένα μόνο κύτταρο ή έναν ιστό ή ένα ολόκληρο όργανο. Διακρίνονται: η απλή ν., με εξαφάνιση του πυρήνα και σχετική διατήρηση των άλλων συστατικών του κύτταρου, η ν. με πήξη, εξαιτίας πήξης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”